ὀρθῷ

ὀρθῷ
ὀρθός
straight
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ορθώ — ὀρθῶ, όω (ΑΜ) βλ. ορθώνω …   Dictionary of Greek

  • ὀρθῶ — ὀρθός straight masc/neut gen sg (doric aeolic) ὀρθόω set straight pres subj act 1st sg ὀρθόω set straight pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθώ — ὀρθός straight masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄρθῳ — Ὄρθος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθῶι — ὀρθῷ , ὀρθός straight masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απορθώνω — ἀπορθώνω (Μ), ἀπορθῶ ( όω) (Α) [ορθώ ( όω)] μσν. (για στράτευμα) ξεσηκώνομαι αρχ. 1. καθιστώ κάτι ευθύ 2. κατευθύνω, οδηγώ σωστά 3. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου …   Dictionary of Greek

  • διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… …   Dictionary of Greek

  • επικατορθώ — ἐπικατορθῶ, όω (Α) επαναφέρω κάτι στην κανονική θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατ ορθώ «στήνω όρθιο, ανεγείρω»] …   Dictionary of Greek

  • ευεπανόρθωτος — η, ο (Α εὐεπανόρθωτος, ον) αυτός που επανορθώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επ αν ορθωτος (< επ αν ορθώ), πρβλ. αν επαν όρθωτος] …   Dictionary of Greek

  • ευκατόρθωτος — η, ο (ΑΜ εὐκατόρθωτος, ον) αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («εὐκατόρθωτος ἡ πολιορκία», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ ορθωτος (< κατ ορθώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”